- εκμεταλλεύω
- ἐκμεταλλεύω (Α)βλ. εκμεταλλεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκμεταλλεύειν — ἐκμεταλλεύω empty of ore pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμεταλλεύομαι — (Α ἐκμεταλλεύω) 1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο 2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό 3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα 4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία… … Dictionary of Greek